Greek Meaning of quenchless

Άσβεστος

Other Greek words related to Άσβεστος

Definitions and Meaning of quenchless in English

Wordnet

quenchless (s)

impossible to quench

Webster

quenchless (a.)

Incapable of being quenched; inextinguishable; as, quenchless fire or fury.

FAQs About the word quenchless

Άσβεστος

impossible to quenchIncapable of being quenched; inextinguishable; as, quenchless fire or fury.

πρόθυμος,ασβεστος,αχόρταγος,αδιόρφωτος,Ασβεστος,επείγον,ανικανοποίητος,επίμονος,άπληστος,αμείλικτος

σβήσιμο,χορτάτος,χορτασμένος,ικανοποιητικός,ικανοποιημένος,εξευμενιστικός,ελεγχόμενος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,χορταίνω

quenching => σκλήρυνση, quencher => πυροσβεστήρας, quenched steel => σκληρυμένος χάλυβας, quenched => σβησμένο, quenchable => Σβήσιμο,