Greek Meaning of quenchless
Άσβεστος
Other Greek words related to Άσβεστος
Nearest Words of quenchless
- quenelle => Κινέζικα μπαλάκια
- quenouille training => Εκπαίδευση quenouille
- quentin jerome tarantino => Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο
- quentin tarantino => Κουέντιν Ταραντίνο
- quercitannic => Κερκεταννικό οξύ
- quercite => Κερκετίνη
- quercitin => Κερσετίνη
- quercitrin => Κερκετίνη
- quercitron => Κερσιτρόνη
- quercitron oak => Βελανιδιά
Definitions and Meaning of quenchless in English
quenchless (s)
impossible to quench
quenchless (a.)
Incapable of being quenched; inextinguishable; as, quenchless fire or fury.
FAQs About the word quenchless
Άσβεστος
impossible to quenchIncapable of being quenched; inextinguishable; as, quenchless fire or fury.
πρόθυμος,ασβεστος,αχόρταγος,αδιόρφωτος,Ασβεστος,επείγον,ανικανοποίητος,επίμονος,άπληστος,αμείλικτος
σβήσιμο,χορτάτος,χορτασμένος,ικανοποιητικός,ικανοποιημένος,εξευμενιστικός,ελεγχόμενος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,χορταίνω
quenching => σκλήρυνση, quencher => πυροσβεστήρας, quenched steel => σκληρυμένος χάλυβας, quenched => σβησμένο, quenchable => Σβήσιμο,