Greek Meaning of exigent
απαιτητικός
Other Greek words related to απαιτητικός
- οξύς
- επείγον
- Διαμαρτυρία
- πειστικός
- κριτική
- κλάμα
- απελπισμένος
- φρικτός
- αναδυόμενος
- επιτακτικός
- αυταρχικός
- ενοχλητικός
- έντονο
- επείγον
- καίγοντας
- κρίσιμος
- επικίνδυνο
- απαιτητικός
- ακραίο
- τάφος
- επικίνδυνος
- άμεσος
- επίμονος
- άμεσος
- ζήτημα ζωής ή θανάτου
- ζωή ή θάνατος
- απαραίτητος
- επικράτηση
- επικίνδυνος
- επισφαλής
- σοβαρός
- σοβαρός
- ασταθής
- Ζωτικός
Nearest Words of exigent
Definitions and Meaning of exigent in English
exigent (s)
demanding attention
requiring precise accuracy
exigent (a.)
Exacting or requiring immediate aid or action; pressing; critical.
exigent (n.)
Exigency; pressing necessity; decisive moment.
The name of a writ in proceedings before outlawry.
FAQs About the word exigent
απαιτητικός
demanding attention, requiring precise accuracyExacting or requiring immediate aid or action; pressing; critical., Exigency; pressing necessity; decisive moment
οξύς,επείγον,Διαμαρτυρία,πειστικός,κριτική,κλάμα,απελπισμένος,φρικτός,αναδυόμενος,επιτακτικός
τυχαίο,ανήλικος,αμελητέος,μη κρίσιμος,μη επείγον,σταθερός,ασήμαντος,ασήμαντο,Χαμηλή πίεση,ασφαλής
exigendary => απαιτητικός, exigency => ανάγκη, exigencies => Απαιτήσεις, exigence => ανάγκη, exiccation => ξήρανση,