Greek Meaning of incidental
τυχαίο
Other Greek words related to τυχαίο
- υπολογισμένος
- βέβαιος
- εσκεμμένος
- αναπόφευκτος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- προγραμματισμένη
- προμελετημένο
- συνειδητός
- προορισμένος
- αναμενόμενος
- σταθερός
- προβλέψιμος
- προβλεπόμενος
- γνώση
- προκαθορισμένος
- προβλέψιμος
- συνταγογραφημένο
- σετ
- σίγουρα
- εθελοντικός
- εσκεμμένος
- προσχεδιασμένος
- εκ προθέσεως
- προαποφασισμένος
- προκαθορισμένος
- αυθόρμητο
- εθελοντής
- εκούσιος
- προκαθορισμένος
Nearest Words of incidental
Definitions and Meaning of incidental in English
incidental (n)
(frequently plural) an expense not budgeted or not specified
an item that is incidental
incidental (a)
(sometimes followed by `to') minor or casual or subordinate in significance or nature or occurring as a chance concomitant or consequence
incidental (s)
not of prime or central importance
occurring with or following as a consequence
FAQs About the word incidental
τυχαίο
(frequently plural) an expense not budgeted or not specified, an item that is incidental, (sometimes followed by `to') minor or casual or subordinate in signifi
τυχαίο,ανεπίσημος,ευκαιρία,,ακούσιος,μονός,απροσδόκητος,ακούσιος,ακούσιο,απρογραμμάτιστος
υπολογισμένος,βέβαιος,εσκεμμένος,αναπόφευκτος,σκοπούμενος,εκούσιος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,συνειδητός,προορισμένος
incident => περιστατικό, incidency => επίπτωση, incidence angle => Γωνία πρόσπτωσης, incidence => επίπτωση, incide => χαράζω,