Greek Meaning of premeditated

προμελετημένο

Other Greek words related to προμελετημένο

Definitions and Meaning of premeditated in English

Wordnet

premeditated (a)

characterized by deliberate purpose and some degree of planning

FAQs About the word premeditated

προμελετημένο

characterized by deliberate purpose and some degree of planning

υπολογισμένος,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,προγραμματισμένη,εθελοντικός,εκ προθέσεως,συνειδητός,θεωρούμενος,σχεδιασμένος

τυχαίο,αυτοσχεδιαστικός,αυτοσχέδιος,παρορμητικός,ακούσιος,ενστικτώδης,τυχαίος,αυθόρμητος,ακούσιο,μη προμελετημένο

premeditate => προμελετώ, premedical => προϊατρικός, prematurity => προωρότητα, prematureness => Πρόωροτητα, prematurely => πρόωρα,