Greek Meaning of nonpurposive
μη σκόπιμος
Other Greek words related to μη σκόπιμος
- ευκαιρία
- τυχαίος
- ακούσιος
- τυχαίος
- ακούσιο
- ακούσιος
- τυχαίο
- ασκόπως
- υποχρεωτικό
- αποσπασματικός
- τυχαίος
- παρορμητικός
- τυχαίο
- Υποχρεωτικό
- απαραίτητος
- ξαφνικά
- άθελά του
- ξαφνικός
- εξαναγκασμένος
- αυτοσχεδιαστικός
- εξαναγκαστικός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- μη εκλεγμένος
- Υποχρεωτικός
- παραγγελθέντα
- απαιτούμενο
- αυθόρμητος
Nearest Words of nonpurposive
- nonrealistic => μη ρεαλιστικός
- nonrelative => μη σχετικός
- nonrelatives => Μη συγγενείς
- nonreligious => μη θρησκευόμενος
- nonrevolutionary => μη επαναστατικός
- nonsalable => ακατάλληλος προς πώληση
- nonsaline => άνοστος
- nonselective => μη επιλεκτικό
- non-self-governing => μη αυτοδιοικούμενος
- nonsensational => αναίσθητος
Definitions and Meaning of nonpurposive in English
nonpurposive
not purposive
FAQs About the word nonpurposive
μη σκόπιμος
not purposive
ευκαιρία,τυχαίος,ακούσιος,τυχαίος,ακούσιο,ακούσιος,τυχαίο,ασκόπως,υποχρεωτικό,αποσπασματικός
συνειδητός,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,γνώση,σκόπιμος,σκόπιμος,εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος
nonpunitive => μη τιμωρητικός, nonprofessionals => μη επαγγελματίες, nonproblems => μη-προβλήματα, nonproblem => μη πρόβλημα, nonpractical => Ανέφικτος,