FAQs About the word nonpossession

Ασυγκράτητος

an absence or lack of possession

στέρηση,παραίτηση,παράδοση,μεταφορά

έλεγχος,απόλαυση,χέρια,ιδιοκτησία,κατοχή,αυθεντία,εντολή,φύλαξη,δύναμη,περιοχή

nonpolluting => μη ρυπογόνο, nonplusses => αμηχανία, nonpluses => αποσυντονίζει, nonphysicians => Μη γιατροί, nonphysician => μη γιατρός,