Greek Meaning of willed
διαθήκη
Other Greek words related to διαθήκη
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- εθελοντικός
- εκούσιος
- γνώση
- προγραμματισμένη
- σκόπιμος
- σκόπιμος
- αιτιολογημένος
- εσκεμμένος
- Συμβουλευόταν
- υπολογισμένος
- θεωρούμενος
- σχεδιασμένος
- διακριτικός
- προαιρετικό
- μετρημένος
- προαιρετικό
- προμελετημένο
- σετ
- μελετήθηκε
- στοχαστικός
- εθελοντής
- ζυγισμένο
- εν γνώσει
- τυχαίο
- ασκόπως
- ευκαιρία
- εξαναγκαστικός
- τυχαίος
- ακούσιος
- τυχαίο
- απαραίτητος
- τυχαίος
- ξαφνικά
- ακούσιο
- άθελά του
- ξαφνικός
- υποχρεωτικό
- αποσπασματικός
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- Υποχρεωτικό
- Υποχρεωτικός
- παραγγελθέντα
- απαιτούμενο
- αυθόρμητος
- ακούσιος
- μη σκόπιμος
- ανεπίσημος
- εξαναγκασμένος
- αυτοσχεδιαστικός
- τυχαίος
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- μη εκλεγμένος
- αυθόρμητο
- μη προμελετημένο
Nearest Words of willed
- willebrand => φον Βίλεμπραντ
- willard van orman quine => Willard Van Orman Quine
- willard huntington wright => Ουίλαρντ Χάντινγκτον Ράιτ
- willard frank libby => Γουίλαρντ Φρανκ Λίμπι
- willard => Willard
- willamette river => Ποταμός Γουίλαμετ
- willamette => Ουίλαμετ
- willa sibert cather => Γουίλα Σίμπερτ Κάθαρ
- willa cather => Willa Cather
- will rogers => Ουίλ Ρότζερς
Definitions and Meaning of willed in English
willed (imp. & p. p.)
of Will
FAQs About the word willed
διαθήκη
of Will
συνειδητός,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,εθελοντικός,εκούσιος,γνώση,προγραμματισμένη,σκόπιμος,σκόπιμος
τυχαίο,ασκόπως,ευκαιρία,εξαναγκαστικός,τυχαίος,ακούσιος,τυχαίο,απαραίτητος,τυχαίος,ξαφνικά
willebrand => φον Βίλεμπραντ, willard van orman quine => Willard Van Orman Quine, willard huntington wright => Ουίλαρντ Χάντινγκτον Ράιτ, willard frank libby => Γουίλαρντ Φρανκ Λίμπι, willard => Willard,