Greek Meaning of purposive
σκόπιμος
Other Greek words related to σκόπιμος
- συνειδητός
- εσκεμμένος
- σκοπούμενος
- εκούσιος
- εθελοντικός
- διαθήκη
- σκόπιμος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- Συμβουλευόταν
- υπολογισμένος
- θεωρούμενος
- σχεδιασμένος
- διακριτικός
- προαιρετικό
- γνώση
- μετρημένος
- προαιρετικό
- προγραμματισμένη
- προμελετημένο
- αιτιολογημένος
- σετ
- μελετήθηκε
- στοχαστικός
- εθελοντής
- ζυγισμένο
- εν γνώσει
- τυχαίο
- ασκόπως
- ευκαιρία
- τυχαίος
- ακούσιος
- τυχαίο
- τυχαίος
- ξαφνικά
- ακούσιο
- άθελά του
- ξαφνικός
- υποχρεωτικό
- αποσπασματικός
- τυχαίος
- παρορμητικός
- ενστικτώδης
- ακούσιος
- Υποχρεωτικό
- απαραίτητος
- Υποχρεωτικός
- αυθόρμητος
- ακούσιος
- μη σκόπιμος
- ανεπίσημος
- εξαναγκασμένος
- αυτοσχεδιαστικός
- εξαναγκαστικός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- μη εκλεγμένος
- παραγγελθέντα
- απαιτούμενο
- μη προμελετημένο
Nearest Words of purposive
Definitions and Meaning of purposive in English
purposive (s)
having or showing or acting with a purpose or design
having a purpose
FAQs About the word purposive
σκόπιμος
having or showing or acting with a purpose or design, having a purpose
συνειδητός,εσκεμμένος,σκοπούμενος,εκούσιος,εθελοντικός,διαθήκη,σκόπιμος,εσκεμμένος,εκούσιος,Συμβουλευόταν
τυχαίο,ασκόπως,ευκαιρία,τυχαίος,ακούσιος,τυχαίο,τυχαίος,ξαφνικά,ακούσιο,άθελά του
purpose-made => κατασκευασμένο για συγκεκριμένο σκοπό, purposely => σκόπιμα, purposelessness => ασημαντότητα, purposefulness => Σκοπιμότητα, purposefully => ηθελημένα,