FAQs About the word purser

Γραμματέας καμπίνας

an officer aboard a ship who keeps accounts and attends to the passengers' welfare

No synonyms found.

No antonyms found.

purse-proud => Καμαρώνει για την τσάντα του, purse strings => Τα κορδόνια της τσάντας, purse string => κορδόνι πορτοφολιού , purse seine => Σύρτης, purse => πορτοφόλι,