Greek Meaning of pursuance
επιδίωξη
Other Greek words related to επιδίωξη
Nearest Words of pursuance
- pursual => καταδίωξη
- purslane speedwell => Πουρνάρι
- purslane family => Πορτουλακόμορφα
- purslane => Γλιστρίδα
- purse-string operation => Εγχειρηση κλείνουμενου κορδονιού
- purser => Γραμματέας καμπίνας
- purse-proud => Καμαρώνει για την τσάντα του
- purse strings => Τα κορδόνια της τσάντας
- purse string => κορδόνι πορτοφολιού
- purse seine => Σύρτης
Definitions and Meaning of pursuance in English
pursuance (n)
a search for an alternative that meets cognitive criteria
the continuance of something begun with a view to its completion
FAQs About the word pursuance
επιδίωξη
a search for an alternative that meets cognitive criteria, the continuance of something begun with a view to its completion
εκτέλεση,εκπλήρωση,εκπλήρωση,υλοποίηση,διάπραξη,επίτευγμα,επίτευγμα,εκφόρτιση,θέσπιση,απόδοση
Μη εκτέλεση,μη εκπλήρωση
pursual => καταδίωξη, purslane speedwell => Πουρνάρι, purslane family => Πορτουλακόμορφα, purslane => Γλιστρίδα, purse-string operation => Εγχειρηση κλείνουμενου κορδονιού,