Greek Meaning of pursued

καταδιωκόμενος

Other Greek words related to καταδιωκόμενος

Definitions and Meaning of pursued in English

Wordnet

pursued (n)

a person who is being chased

Wordnet

pursued (a)

followed with enmity as if to harm

FAQs About the word pursued

καταδιωκόμενος

a person who is being chased, followed with enmity as if to harm

συνοδεύεται,κυνηγημένος,Συνοδευόμενος,ακολούθησε,παρακολουθούνται,παρακολουθεί,Μάθημα,επίμονος,καταδιωκόμενος,κυνηγημένο

καθοδηγούμενος,οδήγησε,επικεφαλής,πιλοταρισμένο

pursue => καταδιώκω, pursuant => σύμφωνα με, pursuance => επιδίωξη, pursual => καταδίωξη, purslane speedwell => Πουρνάρι,