Greek Meaning of guided

καθοδηγούμενος

Other Greek words related to καθοδηγούμενος

Definitions and Meaning of guided in English

Wordnet

guided (a)

subject to guidance or control especially after launching

Webster

guided (imp. & p. p.)

of Guide

FAQs About the word guided

καθοδηγούμενος

subject to guidance or control especially after launchingof Guide

συνοδεύεται,προπονημένος,συμβουλευμένος,συμβούλεψε,Συνοδευόμενος,οδήγησε,με καθοδήγηση,βοσκός,έδειξε,διέκοψε

ακολούθησε,συρόμενος,επίμονος,καταδιωκόμενος,σκιασμένος,Ουράς,να είναι πίσω από την ουρά

guidebook => Οδηγός, guideboard => Πινακίδα οδοσήμανσης, guide word => οδηγός λέξη, guide rope => οδηγός σχοινιού, guide on => Οδηγός για,