Greek Meaning of fostered
ενθαρρυνόμενος
Other Greek words related to ενθαρρυνόμενος
- Καλλιεργούμενος
- ενθάρρυνε
- περιποιημένος
- προαγόμενος
- προηγμένος
- απολογούσε
- υποστηρίζεται
- προωθημένο
- προώθησε
- επωασμένο
- θρεμμένος
- υποστηριζόμενος
- υποκινήθηκε
- διαφημισμένο
- βοήθησε
- με την υποστήριξη
- ενισχυμένο
- πρωταθλητής
- ενέκρινε
- χαρισματικός
- χρηματοδοτούμενα
- χρηματοδοτούμενη
- εγκεκριμένος
- θηλάζει
- προστατευμένος
- δημοσιοποιημένο
- επιδοτούμενο
- διαφημιζόμενος
- ανέλαβε
- διατήρησε
- ποντάρισε
- εργάστηκε (για)
- σφυρηλατημένος (για)
- απαγορευμένο
- αποκλεισμένος
- αποθαρρυμένος
- επιβεβλημένο
- απαγόρευσε
- πολέμησε
- απογοητευμένος
- παρεμποδισμένος
- ανασταλμένος
- αντίθετο
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένος
- απαγορευμένη
- αντιμετωπίζω
- εμπόδισε
- συλληφθείς
- πολέμησε
- επιλεγμένο
- διακοπεί
- απαγορευμένο
- καταπιεσμένος
- πλακωμένος
- πνιγηρός
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- καταπολεμήσει
- πολεμήθηκε
- ικανοποιημένος με/με κάτι
- απαγόρευσε
- Επιβαρυμένος
- δεμένος
- κουτσός
- παρεμποδισμένο
- εμπόδισαν
- δεμένος
- υποταγμένος
- παρεμβαίνει (σε)
- σβησμένο (έξω)
Nearest Words of fostered
- foster-daughter => θετή κόρη
- foster-child => θετό παιδί
- foster-brother => γαλακτοτρόφος αδελφός
- fosterage => Φροντίδα αναδοχής
- foster son => θετός γιος
- foster sister => Γαλακτοφόρος αδελφή
- foster parent => ανάδοχοι γονείς
- foster mother => Ανάδοχη μητέρα
- foster home => Ανάδοχη οικογένεια
- foster father => Ανάδοχος πατέρας
Definitions and Meaning of fostered in English
fostered (imp. & p. p.)
of Foster
FAQs About the word fostered
ενθαρρυνόμενος
of Foster
Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,περιποιημένος,προαγόμενος,προηγμένος,απολογούσε,υποστηρίζεται,προωθημένο,προώθησε,επωασμένο
απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αποθαρρυμένος,επιβεβλημένο,απαγόρευσε,πολέμησε,απογοητευμένος,παρεμποδισμένος,ανασταλμένος,αντίθετο
foster-daughter => θετή κόρη, foster-child => θετό παιδί, foster-brother => γαλακτοτρόφος αδελφός, fosterage => Φροντίδα αναδοχής, foster son => θετός γιος,