Greek Meaning of championed
πρωταθλητής
Other Greek words related to πρωταθλητής
- απολογούσε
- ενέκρινε
- υποστηριζόμενος
- υιοθετημένος
- υποστηρίζεται
- με την υποστήριξη
- αγκαλιάστηκε
- βοήθησε
- εγκεκριμένος
- προστατευμένος
- υποκινήθηκε
- προηγμένος
- βοήθησε
- στηριγμένος
- ενισχυμένο
- ενισχυμένο
- αρραβωνιασμένος
- προωθημένο
- προώθησε
- κατείχε για λίγο το χαρτοφυλάκιο
- φυτεύεται (για)
- (φουσκωμένος)
- plunked (για)
- κήρυξε
- (στηριγμένο)
- ενισχυμένο
- ενισχυμένη
- διασωθεί
- αποθηκευμένο
- δευτερολόγησε
- (με) μονομερώς
- υπερασπίστηκε
- υπερασπίζω
- πήγε μέσα για
- πήγε να βαρελίσει για
Nearest Words of championed
Definitions and Meaning of championed in English
championed (imp. & p. p.)
of Champion
FAQs About the word championed
πρωταθλητής
of Champion
απολογούσε,ενέκρινε,υποστηριζόμενος,υιοθετημένος,υποστηρίζεται,με την υποστήριξη,αγκαλιάστηκε,βοήθησε,εγκεκριμένος,προστατευμένος
απογοητευμένος,επενέβη,αντίθετο,ματαιωμένος,μπερδεμένος,έρημος,απογοητευμένος,απέτυχε,αποτυγχάνω,σαμποτάρει
champion => πρωταθλητής, champing => μάσηση, champignon => Μανιτάρι, champerty => δικομανία, champertor => Χρηματοδότης,