FAQs About the word buttressed

ενισχυμένο

held up by braces or buttressesof Buttress

στηριγμένος,φόρεσε,υποστηριζόμενος,διατηρημένος,διατήρησε,βαρετός,ενισχυμένος,(στηριγμένο),έμεινε,υποστηρίζονται

υπονομεύει,εξασθενημένος,undercut

buttress => αντηρίδα, buttonwood => Πλάτανος, buttonweed => κουμπOPOσκΟλoυθος, button-shaped => σε σχήμα κουμπιού, buttons => κουμπιά,