Greek Meaning of trussed

δεμένος

Other Greek words related to δεμένος

Definitions and Meaning of trussed in English

Wordnet

trussed (s)

bound or secured closely

Webster

trussed (imp. & p. p.)

of Truss

FAQs About the word trussed

δεμένος

bound or secured closelyof Truss

δεμένος,δεμένος,Λωρίδων,δεμένος με σχοινί,δεμένος,με σπείρωμα,σφιχτός,περιελισσόμενος,Ενσύρματο,μπερδεμένος

ελεύθερος,χαλαρός,λυμένος,Απαγκιστρωμένο,Αδεσμευτος,μπερδεμένος,ανέτρεψε,ανοιχτοί,απελευθέρωσα,απελευθερωμένος

truss bridge => Γέφυρα δικτυώματος, truss => δοκός, trusion => εισβολή, trunnioned => περιστρεφόμενος, trunnion => στρόφαλος,