Greek Meaning of girded

περιζωσμένος

Other Greek words related to περιζωσμένος

Definitions and Meaning of girded in English

Webster

girded ()

of Gird

FAQs About the word girded

περιζωσμένος

of Gird

Τυλιγμένο,Λωρίδων,περιζωσμένος,Περιτριγυρισμένος,περικύκλωση,περικυκλωμένος,περιστοιχισμένος,περιτριγυρισμένο από,μαστιγωμένος,στεφανωμένος

Αδεσμευτος,ξετύλιγμα,ελεύθερος,ανεζωσμένος,Απελευθερωμένος,ξετυλιγμένο,απελευθέρωσα

gird => ζώνω, giraudoux => Ζιρωντού, girasole girasol => Ηλιοτρόπιο (Iliotropio), girasol => Ηλιοτρόπιο, girard => Ζιράρ,