Greek Meaning of begirded

περιζωσμένος

Other Greek words related to περιζωσμένος

Definitions and Meaning of begirded in English

Webster

begirded ()

of Begird

FAQs About the word begirded

περιζωσμένος

of Begird

περίμετρος,Τυλιγμένο,Λωρίδων,ζώνη,περικύκλωση,περικυκλωμένος,περικυκλωμένος,περιζωσμένος,περιστοιχισμένος,ζώνω

Αδεσμευτος,ξετύλιγμα,ελεύθερος,ανεζωσμένος,απελευθέρωσα,Απελευθερωμένος,ξετυλιγμένο

begird => || **περικυκλώνω** ||, beginning rhyme => Αρχική ομοιοκαταληξία, beginning => αρχή, beginner => αρχάριος, begin => αρχίσετε,