FAQs About the word winded

λαχανιασμένος

breathing laboriously or convulsivelyof Wind, of Wind, of Wind

χτύπημα,αεράκι,τρέχων,προσχέδιο,καταιγίδα,ανεμοστρόβιλος,έκρηξη,Αναπνοή,ριπή,πούφ

ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ)

windcheater => Αντιανεμικό, windburnt => Καμένο από τον αέρα, windburned => Καμμένος από τον άνεμο, windburn => Ηλιακό έγκαυμα ανέμου, wind-broken => εξαγριωμένος,