Greek Meaning of corded
Ενσύρματο
Other Greek words related to Ενσύρματο
Nearest Words of corded
Definitions and Meaning of corded in English
corded (s)
of textiles; having parallel raised lines
FAQs About the word corded
Ενσύρματο
of textiles; having parallel raised lines
Λωρίδων,ριγέ,Τρίχρωμη,αποκλεισμένος,ριγέ
ελεύθερος,ανέτρεψε,χαλαρός,ανοιχτοί,λυμένος,Απαγκιστρωμένο,Αδεσμευτος,μπερδεμένος,χαλαρό,απελευθέρωσα
corday => Κόρντεϊ, cordate leaf => φύλλο με σχήμα καρδιάς, cordate => καρδιοειδές, cordarone => Κορδαρόνη, cordaites => Κορδαϊτες,