Greek Meaning of lashed

μαστιγωμένος

Other Greek words related to μαστιγωμένος

Definitions and Meaning of lashed in English

Webster

lashed (imp. & p. p.)

of Lash

FAQs About the word lashed

μαστιγωμένος

of Lash

χτύπησε,μαστιγωμένος,μαστιγωμένος,χαστούκισε,σχισμένος,ξυλοκοπημένος,χτυπημένος,κούνησε,χτύπησε,χτύπησε

Αδεσμευτος,απελευθερωμένος,μπερδεμένος,ελεύθερος,ανέτρεψε,χαλαρός,ανοιχτοί,Ξεμπερδεμένος,λυμένος,ξετυλιγμένο

lash together => Δέσιμο μαζί, lash => Μάστιγα, laserwort => Laserwort, laser-assisted subepithelial keratomileusis => Υποεπιθηλιακή κερατομιλεόλυση με τη βοήθεια λέιζερ, laser-assisted in situ keratomileusis => Διαθλαστική χειρουργική κερατοεπιπεδόπλαστική με χρήση λέιζερ,