Greek Meaning of lasher
μαστιγωτής
Other Greek words related to μαστιγωτής
- μπανγκ
- ρυθμός
- χτύπημα
- χτύπημα
- χτυπάω
- τσιμπάω
- λίρα
- γροθιά
- χτύπημα
- Χαστούκι
- χαστούκι
- Ξύλο
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- σάρωση
- θόρυβος
- κτύπημα
- χτύπημα
- bash
- νυχτερίδα
- ξύλο
- ζώνη
- μποπ
- κουτί
- Μπουφές
- προτομή
- κόβω
- χειροκρότημα
- κλιπ
- επιρροή
- ρωγμή
- μανσέτα
- νταμπ
- μουλιάζει
- ψιλοχτύπημα
- χάκινγκ
- χέρι
- χέιμέικερ
- γάντζος
- κλοτσιά
- Γόνατο
- Γούνα
- διαλέγω
- παχουλός
- χτύπημα
- Ραπ
- γυμνοσάλιαγκας
- συντρίβω
- κάλτσα
- κεντρί
- Ράβδωση
- SWAT
- κούνια
- διακόπτης
- χτύπημα
- Ράπισμα
- Φουσκάλα
- whou
- ουάπ
- μαστίγωμα
- μετρητής
- Αντεπίθεση
- αντεπίθεση
- Αποκαθήλωση
- μαστίγωμα
- σφυρηλάτηση
- νοκντάουν
- Νοκ άουτ
- μάγκας
- χαστούκι
- Αριστερά
- επικόλληση
- λαγουδογροθιά
- δεξιά
- Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
- Ρίγος
- οχιά
- Νύχτιο δέσιμο
- ξυλοδαρμός
- uppercut
- μαστίγιο
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- Κτύπημα στο σώμα
- αντεπίθεση
- θραυστήρας
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- ένα-δύο
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
Nearest Words of lasher
- lashed => μαστιγωμένος
- lash together => Δέσιμο μαζί
- lash => Μάστιγα
- laserwort => Laserwort
- laser-assisted subepithelial keratomileusis => Υποεπιθηλιακή κερατομιλεόλυση με τη βοήθεια λέιζερ
- laser-assisted in situ keratomileusis => Διαθλαστική χειρουργική κερατοεπιπεδόπλαστική με χρήση λέιζερ
- laser trabecular surgery => Λέιζερ λοβοχειλεκτομή
- laser printer => Εκτυπωτής λέιζερ
- laser beam => Δέσμη λέιζερ
- laser => λέιζερ
Definitions and Meaning of lasher in English
lasher (n)
a driver who urges the animals on with lashes of a whip
lasher (n.)
One who whips or lashes.
A piece of rope for binding or making fast one thing to another; -- called also lashing.
A weir in a river.
FAQs About the word lasher
μαστιγωτής
a driver who urges the animals on with lashes of a whipOne who whips or lashes., A piece of rope for binding or making fast one thing to another; -- called also
μπανγκ,ρυθμός,χτύπημα,χτύπημα,χτυπάω,τσιμπάω,λίρα,γροθιά,χτύπημα,Χαστούκι
αναίρεση,Απελευθερώ,λύνω,ξεμπερδεύω,αποσυνδέω,λύνω,λύνω το κορδόνι,απελευθερώνω,ξετυλίγω,ξεμπερδεύω
lashed => μαστιγωμένος, lash together => Δέσιμο μαζί, lash => Μάστιγα, laserwort => Laserwort, laser-assisted subepithelial keratomileusis => Υποεπιθηλιακή κερατομιλεόλυση με τη βοήθεια λέιζερ,