Greek Meaning of roundhouse
Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
Other Greek words related to Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
- μετρητής
- κλοτσιά
- Γόνατο
- Αριστερά
- δεξιά
- Ρίγος
- οχιά
- Νύχτιο δέσιμο
- κούνια
- uppercut
- Κτύπημα στο σώμα
- ένα-δύο
- μπανγκ
- bash
- νυχτερίδα
- ρυθμός
- ζώνη
- χτύπημα
- μποπ
- κουτί
- Μπουφές
- κόβω
- χειροκρότημα
- κλιπ
- Αντεπίθεση
- αντεπίθεση
- μανσέτα
- χάκινγκ
- σφυρηλάτηση
- χέρι
- χέιμέικερ
- χτύπημα
- γάντζος
- χτυπάω
- νοκντάουν
- Νοκ άουτ
- μάγκας
- Μάστιγα
- Γούνα
- παχουλός
- λίρα
- γροθιά
- λαγουδογροθιά
- Ραπ
- δεξιόχειρας
- χτύπημα
- Χαστούκι
- γυμνοσάλιαγκας
- χαστούκι
- κάλτσα
- κεντρί
- Ράβδωση
- Εγκεφαλικό επεισόδιο
- σάρωση
- διακόπτης
- θόρυβος
- κτύπημα
- χτύπημα
- Φουσκάλα
- χτύπημα
- whou
- αντεπίθεση
- θραυστήρας
- ξυλοκοπάω
- μαστίγωμα
- μαστίγωμα
- ξύλο
- προτομή
- επιρροή
- ρωγμή
- νταμπ
- μουλιάζει
- Αποκαθήλωση
- ψιλοχτύπημα
- μαστίγωμα
- χαστούκι
- επικόλληση
- διαλέγω
- τσιμπάω
- χτύπημα
- συντρίβω
- Ξύλο
- SWAT
- ξυλοδαρμός
- Ράπισμα
- εκκωφαντικός
- ουάπ
- μαστίγιο
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- συντριπτικός
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- αυστηρή επικριτική
- ξυλοκόπημα
Nearest Words of roundhouse
Definitions and Meaning of roundhouse in English
roundhouse (n)
workplace consisting of a circular building for repairing locomotives
a hook delivered with an exaggerated swing
roundhouse (n.)
A constable's prison; a lockup, watch-house, or station house.
A cabin or apartament on the after part of the quarter-deck, having the poop for its roof; -- sometimes called the coach.
A privy near the bow of the vessel.
A house for locomotive engines, built circularly around a turntable.
FAQs About the word roundhouse
Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
workplace consisting of a circular building for repairing locomotives, a hook delivered with an exaggerated swingA constable's prison; a lockup, watch-house, or
μετρητής,κλοτσιά,Γόνατο,Αριστερά,δεξιά,Ρίγος,οχιά,Νύχτιο δέσιμο,κούνια,uppercut
No antonyms found.
round-headed leek => Στρογγυλό πράσο, roundheaded => στρογγυλοκέφαλος, roundhead => στρογγυλοκέφαλος, round-fruited => στρογγυλοκάρπιος, roundfish => Στρογγυλά ψάρια,