Greek Meaning of hammering
σφυρηλάτηση
Other Greek words related to σφυρηλάτηση
- μπάσινγκ
- χτύπημα
- ξυλοδαρμός
- συντριπτικός
- χτύπημα
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- ξυλοδαρμός
- Μπουφές
- Επαφή
- συνάντηση
- χτύπημα
- χτυπάω
- αυστηρή επικριτική
- συνάντηση
- γροθιά
- Ραπ
- Χαστούκι
- κτύπημα
- εξόγκωμα
- σύγκρουση
- Σύνδρομο διάσεισης
- σύγκρουση
- επίδραση
- Πρόσκρουση.
- Γυάλα
- σκούντημα
- κλοτσιά
- σοκ
- χτύπημα
- Απεργία
- αγγίζω
- Ράπισμα
Nearest Words of hammering
- hammerhead shark => Σφυροκέφαλος καρχαρίας
- hammerhead => Σφυροκέφαλος
- hammer-harden => Σκλήρυνση με σφυρί
- hammerer => σφυρηλατητής
- hammered => σφυρηλατημένος
- hammer-dressed => Σφυρηλατημένος
- hammercloth => Κάλυμμα σέλας
- hammer-beam => Δοκός σφυριού
- hammerable => σφυρηλατήσιμος
- hammer throw => Ρίψη σφύρας
Definitions and Meaning of hammering in English
hammering (n)
the act of pounding (delivering repeated heavy blows)
hammering (p. pr. & vb. n.)
of Hammer
FAQs About the word hammering
σφυρηλάτηση
the act of pounding (delivering repeated heavy blows)of Hammer
μπάσινγκ,χτύπημα,ξυλοδαρμός,συντριπτικός,χτύπημα,ξυλοκοπάω,ξυλοκόπημα,ξυλοδαρμός,Μπουφές,Επαφή
Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,εξυμνώντας,επικυρώνοντας,επαινετικός,επαινετικό
hammerhead shark => Σφυροκέφαλος καρχαρίας, hammerhead => Σφυροκέφαλος, hammer-harden => Σκλήρυνση με σφυρί, hammerer => σφυρηλατητής, hammered => σφυρηλατημένος,