Greek Meaning of hammerer
σφυρηλατητής
Other Greek words related to σφυρηλατητής
Nearest Words of hammerer
Definitions and Meaning of hammerer in English
hammerer (n.)
One who works with a hammer.
FAQs About the word hammerer
σφυρηλατητής
One who works with a hammer.
ζωγραφίζω,σφυρηλατώ,λίρα,ρυθμός,σκαλίζω,κόβω,μόδα,καλούπι,Γραμματόσημο,δουλειά
εγκρίνω,Εγκρίνει,εγκρίνω,κυρώσεις,Έπαινος,εξυμνώ,εξυμνώ,Επαινεῖν
hammered => σφυρηλατημένος, hammer-dressed => Σφυρηλατημένος, hammercloth => Κάλυμμα σέλας, hammer-beam => Δοκός σφυριού, hammerable => σφυρηλατήσιμος,