Greek Meaning of roundelay
Ροντό
Other Greek words related to Ροντό
- Εθνικός Ύμνος
- άρια
- μπαλάντα
- Μπαρκαρόλα
- Μπλουζ
- κάλαντα
- Τραγούδι
- ψαλμός
- ναυτικό τραγούδι
- σουρούπια
- χορωδια
- Χοροί
- τραγουδάω αισθαντικά.
- σοπράνο
- θρήνος
- κομμάτι
- παραδοσιακό τραγούδι
- Γκλί
- ύμνος
- κουδούνισμα
- νανούρισμα
- Στίχοι
- μαδριγάλι
- μοτέτο
- ποπ
- ψαλμός
- Ρόκερ
- γύρος
- σερενάδα
- καλύβα
- σόλο
- φωνητικός
- Τραγούδι τέχνης
- Μπαρκαρόλα
- καντάτα
- Ὕμνος, ᾠδή
- δίσκαντο
- αλληλούια
- θρηνείν
- τοποθετώ
- Νόελ
- ύμνος
- Ρέκβιεμ
- τραγούδι
- πνευματικός
- πρότυπο
- θρήνος
- Τραγούδι με πολλές φωνές
- Τραγούδι πόσης
- μεντλέι
- Ρεμίξ
- Λαϊκό τραγούδι
- Πολεμικό τραγούδι (Polemikó tragoudí)
Nearest Words of roundelay
- rounder => αλήτης
- rounders => rounders
- round-eyed => στρογγυλόφθαλμος
- round-faced => στρόγγυλοπρόσωπος
- roundfish => Στρογγυλά ψάρια
- round-fruited => στρογγυλοκάρπιος
- roundhead => στρογγυλοκέφαλος
- roundheaded => στρογγυλοκέφαλος
- round-headed leek => Στρογγυλό πράσο
- roundhouse => Στρόγγυλο αμαξοστάσιο
Definitions and Meaning of roundelay in English
roundelay (n)
a song in which a line or phrase is repeated as the refrain
roundelay (n.)
See Rondeau, and Rondel.
A tune in which a simple strain is often repeated; a simple rural strain which is short and lively.
A dance in a circle.
Anything having a round form; a roundel.
FAQs About the word roundelay
Ροντό
a song in which a line or phrase is repeated as the refrainSee Rondeau, and Rondel., A tune in which a simple strain is often repeated; a simple rural strain wh
Εθνικός Ύμνος,άρια,μπαλάντα,Μπαρκαρόλα,Μπλουζ,κάλαντα,Τραγούδι,ψαλμός,ναυτικό τραγούδι,σουρούπια
No antonyms found.
roundel => Roundel, roundedness => στρογγύλημα, rounded => στρογγυλεμένο, round-bottomed => Στρογγυλεμένης, round-bottom flask => Σφαιρικό έρλενμαγιέρ,