Greek Meaning of glee
Γκλί
Other Greek words related to Γκλί
- ζητωκραυγές
- ευθυμία
- εορτής
- ευθυμία
- χαρά
- φωτεινότητα
- χαρά
- χαρά
- χαρά
- ομοφυλοφιλία
- χαρά
- ξεκαρδιστικότητα
- χιούμορ
- ευθυμία
- αστειευόμενος
- φιλικότητα
- Χαρά
- ευθυμία
- Χαρά
- απολαμβάνοντας
- εορτάζοντας
- αστείος
- Κινούμενα σχέδια
- γελοιότητα
- άνωση
- γελωτοποιία
- Ελαφρότητα
- ασέβεια
- σκανταλιά
- σκανδαλίζοντας
- σκωτσίματα
- ζάλη
- Καλοσύνη
- Απροσεξία
- χαρά, ευθυμία
- αστείο
- αστεϊσμός
- ευθυμία
- χιουμοριστικός
- Χαρά
- Χαρά
- χαρά
- αγαλλίαση
- ελαφρότητα
- Ξενοιασιά
- ζωηρότητα
- ευθυμία
- Τπαιζιδιάρικη
- αγαλλίαση
- γλέντι
- ατίθαση
- χοροπηδάω
- αθλητικότητα
- ηλιοφάνεια
- Ζωηρότητα
- παιχνιδιάρικο
- αστειεύομαι
- Χολή
- Μπλουζ
- απογοήτευση
- κατάθλιψη
- απογοήτευση
- δυσαρέσκεια
- σοβαρότητα
- Απομόνωση
- μελαγχολία
- μελαγχολία
- Λύπη
- σοβαρότητα
- Θλίψη
- σπλήνας
- Δυστυχία
- μελανιά
- σκοτάδι
- δυσαρέσκεια
- μελαγχολία
- βαρύτητα
- σκοτεινότητα
- Αχαρά
- δυστυχία
- Κατάθλιψη
- Πένθος
- παράπονο
- Νηφαλιότητα
- ιεροπρέπεια
- οξύτητα
- συμφορά
- επισημότητα
- ερημοπνία
- ερήμωση
- θλίψη
- μελαγχολία
- σοβαρότητα
- Σπαρακτικός
- Αθλιότητα
- πένθος
- Θλίψη
- δυστυχία
- λυπηρότητα
- Σοβαρότητα
Nearest Words of glee
Definitions and Meaning of glee in English
glee (n)
great merriment
malicious satisfaction
glee (n.)
Music; minstrelsy; entertainment.
Joy; merriment; mirth; gayety; paricularly, the mirth enjoyed at a feast.
An unaccompanied part song for three or more solo voices. It is not necessarily gleesome.
FAQs About the word glee
Γκλί
great merriment, malicious satisfactionMusic; minstrelsy; entertainment., Joy; merriment; mirth; gayety; paricularly, the mirth enjoyed at a feast., An unaccomp
ζητωκραυγές,ευθυμία,εορτής,ευθυμία,χαρά,φωτεινότητα,χαρά,χαρά,χαρά,ομοφυλοφιλία
Χολή,Μπλουζ,απογοήτευση,κατάθλιψη,απογοήτευση,δυσαρέσκεια,σοβαρότητα,Απομόνωση,μελαγχολία,μελαγχολία
gleditsia triacanthos => Γκλεντίτσια, gleditsia aquatica => Γλεδίτσια η υδρόβια, gleditsia => Γλιδησία, glede => πάγος, glechoma hederaceae => Γλυτσίδα η κισσωτή,