FAQs About the word joshing

αστειεύομαι

to tease good-naturedly, a good-humored joke, to engage in banter

πειράγματα,αστείο,αστειευόμενος,Αστείο,πειράγματα,Τρίψιμο,αστείος,αστείος,χλευαστικός,περίεργος

No antonyms found.

joshes => αστεία, joshed => πειράζοντας, josephs => Ιωσήφ, jonesing (for) => λαχταρώ (για), jonesing => επιθυμία,