Greek Meaning of ridiculing

κοροϊδευτικό

Other Greek words related to κοροϊδευτικό

Definitions and Meaning of ridiculing in English

Webster

ridiculing (p. pr. & vb. n.)

of Ridicule

FAQs About the word ridiculing

κοροϊδευτικό

of Ridicule

δόλωμα,ειρωνικό,χλευαστικός,γιουχάρισμα,χλευαστικός,ειρωνικός,ειρωνικός,ενοχλητικός,κοροϊδευτική,αστειευόμενος

χειροκροτώντας,Εγκριτικός,αποθεώνοντας,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,επικυρώνοντας

ridiculer => γελοιοποιός, ridiculed => χλευασθεί, ridicule => γελοιοποίηση, ridicle => γελοιοποίηση, ridgy => ραχιαίος,