Greek Meaning of ridiculer
γελοιοποιός
Other Greek words related to γελοιοποιός
- Ενοχλητικός
- πειράζω
- βασανιστής
- βασανιστής
- κατήγορος
- Επιτιθέμενος
- δόλωμα
- διακόπτης
- χλευαστής
- βελονοποιός
- διώκτης
- κουίζ
- λατρεύει το κουίζ
- χλευαστής
- προвью
- Βασανιστής
- θύτης
- σοφός ανθρωπος
- Γιββερελλίνη
- μάγκας
- επιτιθέμενος
- κατηγορούμενος
- χλευαστής
- Κριτικός
- Ενοχλητικός
- γιββερελλίνη
- προσβλητικός
- ειρωνιστής
- σάτυρος
- παράσιτο
- Στιριογράφος
- χλευαστής
- Χλευαστής
- Άτακτο
- Σοφός
- μειωτής
- πειραχτήρι
- άτακτος
- Σπασίκλα
- έξυπνος
- Σκουπιδιάρης
Nearest Words of ridiculer
Definitions and Meaning of ridiculer in English
ridiculer (n)
a humorist who uses ridicule and irony and sarcasm
ridiculer (n.)
One who ridicules.
FAQs About the word ridiculer
γελοιοποιός
a humorist who uses ridicule and irony and sarcasmOne who ridicules.
Ενοχλητικός,πειράζω,βασανιστής,βασανιστής,κατήγορος,Επιτιθέμενος,δόλωμα,διακόπτης,χλευαστής,βελονοποιός
υπερασπιστής,ελευθερωτής,Φύλακας,προστάτης,διασώστης,σωτήρας,σωτήρας,σωματοφύλακας,πρωταθλητής,παρηγορητής
ridiculed => χλευασθεί, ridicule => γελοιοποίηση, ridicle => γελοιοποίηση, ridgy => ραχιαίος, ridgingly => κορυφογραμμή,