Greek Meaning of needler
βελονοποιός
Other Greek words related to βελονοποιός
- Ενοχλητικός
- πειράζω
- βασανιστής
- Βασανιστής
- βασανιστής
- κατήγορος
- επιτιθέμενος
- Επιτιθέμενος
- δόλωμα
- Κριτικός
- διακόπτης
- προσβλητικός
- χλευαστής
- διώκτης
- κουίζ
- λατρεύει το κουίζ
- γελοιοποιός
- χλευαστής
- προвью
- θύτης
- κατηγορούμενος
- χλευαστής
- Ενοχλητικός
- γιββερελλίνη
- ειρωνιστής
- σάτυρος
- παράσιτο
- Στιριογράφος
- χλευαστής
- Χλευαστής
- Άτακτο
- σοφός ανθρωπος
- Σοφός
- μειωτής
- Γιββερελλίνη
- πειραχτήρι
- μάγκας
- άτακτος
- Σπασίκλα
- έξυπνος
- χαζομπόμπιλας
- Σκουπιδιάρης
Nearest Words of needler
Definitions and Meaning of needler in English
needler (n.)
One who makes or uses needles; also, a dealer in needles.
FAQs About the word needler
βελονοποιός
One who makes or uses needles; also, a dealer in needles.
Ενοχλητικός,πειράζω,βασανιστής,Βασανιστής,βασανιστής,κατήγορος,επιτιθέμενος,Επιτιθέμενος,δόλωμα,Κριτικός
υπερασπιστής,ελευθερωτής,Φύλακας,προστάτης,διασώστης,σωτήρας,σωτήρας,σωματοφύλακας,πρωταθλητής,παρηγορητής
needle-pointed => Βελονοειδές, needlepoint embroidery => Μπροντερί στο χέρι, needlepoint => Κέντημα, needlenose pliers => Τσιμπίδα ακριβείας, needlelike => βελονοειδής,