FAQs About the word needlewoman

Μοδίστρα

someone who makes or mends dressesA woman who does needlework; a seamstress.

Μοδίστρα,Κεντήτρια,αποχέτευση,ράφτης,Ράφτης,Πλεκτής,Ράφτρα,ράφτης,υφαντής

No antonyms found.

needlestone => βελόνα πέτρα, needlessly => αχρείαστα, needless => περιττός, needle-shaped => Βελονοειδής, needler => βελονοποιός,