Greek Meaning of accuser
κατήγορος
Other Greek words related to κατήγορος
- ταραχοποιός
- κατηγορούμενος
- Ενοχλητικός
- διακόπτης
- υπαίτιος
- χλευαστής
- διώκτης
- Βασανιστής
- βασανιστής
- Άτακτο
- δόλωμα
- Κριτικός
- προσβλητικός
- βελονοποιός
- κουίζ
- λατρεύει το κουίζ
- γελοιοποιός
- χλευαστής
- Χλευαστής
- χλευαστής
- πειράζω
- προвью
- μειωτής
- χλευαστής
- γιββερελλίνη
- ειρωνιστής
- Γιββερελλίνη
- μάγκας
- άτακτος
- Σπασίκλα
- έξυπνος
- Σκουπιδιάρης
- σοφός ανθρωπος
- Σοφός
Nearest Words of accuser
Definitions and Meaning of accuser in English
accuser (n)
someone who imputes guilt or blame
accuser (n.)
One who accuses; one who brings a charge of crime or fault.
FAQs About the word accuser
κατήγορος
someone who imputes guilt or blameOne who accuses; one who brings a charge of crime or fault.
ταραχοποιός,κατηγορούμενος,Ενοχλητικός,διακόπτης,υπαίτιος,χλευαστής,διώκτης,Βασανιστής,βασανιστής,Άτακτο
παρηγορητής,ειρηνοποιός,διαλλακτής,παρηγοριά,ενωτής,βοηθός
accusement => κατηγορία, accused => κατηγορούμενος, accuse => κατηγορώ, accusatory => κατηγορηματικός, accusatorially => κατηγορηματικά,