Greek Meaning of heckler
διακόπτης
Other Greek words related to διακόπτης
- Επιτιθέμενος
- Ενοχλητικός
- χλευαστής
- πειράζω
- βασανιστής
- Βασανιστής
- βασανιστής
- κατήγορος
- επιτιθέμενος
- δόλωμα
- Κριτικός
- προσβλητικός
- βελονοποιός
- διώκτης
- κουίζ
- λατρεύει το κουίζ
- γελοιοποιός
- χλευαστής
- χλευαστής
- προвью
- θύτης
- κατηγορούμενος
- χλευαστής
- Ενοχλητικός
- γιββερελλίνη
- ειρωνιστής
- παράσιτο
- Στιριογράφος
- Χλευαστής
- Άτακτο
- σοφός ανθρωπος
- Σοφός
- μειωτής
- Γιββερελλίνη
- πειραχτήρι
- μάγκας
- άτακτος
- Σπασίκλα
- έξυπνος
- χαζομπόμπιλας
- Σκουπιδιάρης
Nearest Words of heckler
Definitions and Meaning of heckler in English
heckler (n)
someone who tries to embarrass you with gibes and questions and objections
FAQs About the word heckler
διακόπτης
someone who tries to embarrass you with gibes and questions and objections
Επιτιθέμενος,Ενοχλητικός,χλευαστής,πειράζω,βασανιστής,Βασανιστής,βασανιστής,κατήγορος,επιτιθέμενος,δόλωμα
υπερασπιστής,ελευθερωτής,Φύλακας,προστάτης,διασώστης,σωτήρας,σωτήρας,σωματοφύλακας,πρωταθλητής,παρηγορητής
heckle => ενοχλώ, heckimal => δεκαεξαδικό, heckerism => χάκερ, heckelphone => Χέκελφον, heck => διάολε,