FAQs About the word succorer

βοηθός

someone who gives help in times of need or distress or difficulty

παρηγορητής,παρηγοριά,ειρηνοποιός,διαλλακτής,ενωτής

κατήγορος,κουίζ,Άτακτο,ταραχοποιός,δόλωμα,κατηγορούμενος,Ενοχλητικός,διακόπτης,υπαίτιος,χλευαστής

succor => βοήθεια, succinylcholine => Σουκινυλοχολίνη, succinic acid => Σουκινικό οξύ, succinic => ηλεκτρενικό, succinctness => περιεκτικότητα,