Greek Meaning of successor
διάδοχος
Other Greek words related to διάδοχος
- πράκτορας
- βοηθός
- Δικηγόρος
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- αντικατάσταση
- αντιπρόσωπος
- Αντικαταστάτης
- αντικαταστάτης
- εναλλασσόμενος
- συγγνώμη
- εκδοχέας
- αντίγραφο ασφαλείας
- Αυτοκράτορας κρούσης
- απεσταλμένος
- συμπληρώνω
- Αναπληρωματικός γιατρός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- ανάγλυφο<br>
- εφεδρεία
- δευτερόλεπτο
- Προσωρινό μέτρο
- υπότιτλος
- αντικαταστάτης
- παρένθετη μητέρα
- αναπληρωματικός
- κυλικείο
- εξώφυλλο
- παράγοντας
- προσωρινός
- εισαγγελέας
- εκπρόσωπος
Nearest Words of successor
Definitions and Meaning of successor in English
successor (n)
a person who follows next in order
a thing or person that immediately replaces something or someone
a person who inherits some title or office
FAQs About the word successor
διάδοχος
a person who follows next in order, a thing or person that immediately replaces something or someone, a person who inherits some title or office
πράκτορας,βοηθός,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,αντικατάσταση,αντιπρόσωπος,Αντικαταστάτης,αντικαταστάτης,εναλλασσόμενος
No antonyms found.
successiveness => διαδοχή, successively => διαδοχικά, successive => διαδοχικές, succession => Διαδοχή, successfulness => επιτυχία,