Greek Meaning of fill in
συμπληρώνω
Other Greek words related to συμπληρώνω
- αντίγραφο ασφαλείας
- αντικατάσταση
- αντικαταστάτης
- εναλλασσόμενος
- βοηθός
- εξώφυλλο
- ανάγλυφο<br>
- εφεδρεία
- Αντικαταστάτης
- υπότιτλος
- παρένθετη μητέρα
- πράκτορας
- συγγνώμη
- εκδοχέας
- Δικηγόρος
- κυλικείο
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- Αυτοκράτορας κρούσης
- απεσταλμένος
- παράγοντας
- Αναπληρωματικός γιατρός
- προσωρινός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- εκπρόσωπος
- αντιπρόσωπος
- δευτερόλεπτο
- Προσωρινό μέτρο
- διάδοχος
- αναπληρωματικός
Nearest Words of fill in
- fill out => συμπληρώνω
- fill the bill => Πληρώνω το λογαριασμό
- fill up => συμπληρώνω
- fillagree => φιλιγκράν
- fille => κορίτσι
- fille de chambre => | καμαριέρα
- filled => γεμάτος
- filled cheese => [Γεμιστό τυρί](https://translate.google.com/translate?sl=en&tl=el&u=https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C_%CF%84%CF%85%CF%81%CE%AF)
- filler => Πλήρωση
- fillet => φιλέτο
Definitions and Meaning of fill in in English
fill in (v)
supply with information on a specific topic
represent the effect of shade or shadow on
be a substitute
write all the required information onto a form
fill in (n)
someone who takes the place of another (as when things get dangerous or difficult)
FAQs About the word fill in
συμπληρώνω
supply with information on a specific topic, represent the effect of shade or shadow on, be a substitute, write all the required information onto a form, someon
αντίγραφο ασφαλείας,αντικατάσταση,αντικαταστάτης,εναλλασσόμενος,βοηθός,εξώφυλλο,ανάγλυφο<br>,εφεδρεία,Αντικαταστάτης,υπότιτλος
Παραπλανάω,Παραπλανώ
fill again => ξαναγεμίζω, fill => συμπληρώνω, filippo brunelleschi => Φιλίππο Μπρουνελέσκι, filippino lippi => Φιλιππίνο Λίππι, filipinos => Φιλιππινέζοι,