Greek Meaning of factor
παράγοντας
Other Greek words related to παράγοντας
- πράκτορας
- Δικηγόρος
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- διευθυντής
- υπουργός
- πληρεξούσιος
- αντιπρόσωπος
- Πρέσβης
- εκδοχέας
- κυλικείο
- διπλωμάτης
- απεσταλμένος
- υπουργός Εξωτερικών
- λειτουργικός
- εισαγγελέας
- εκπρόσωπος
- αντικατάσταση
- εκπρόσωπος τύπου
- υπότιτλος
- αντικαταστάτης
- παρένθετη μητέρα
- εναλλασσόμενος
- διαιτητής
- Διαιτητής
- αντίγραφο ασφαλείας
- μεσίτης
- μεσολαβητής
- διπλωμάτης
- Διανομέας
- απεσταλμένος
- Πληροφοριοδότης
- μεσάζοντας
- Λεγάτος
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- μεσάζοντας
- επιστόμιο
- ειρηνοποιός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- Πρώτος
- Προφήτης
- ανάγλυφο<br>
- ομιλητής
- εκπρόσωπος τύπου
- κατάσκοπος
- Αντικαταστάτης
- αναπληρωματικός
- Αρμόδιος υπάλληλος
Nearest Words of factor
- factor analyse => Παραγοντική Ανάλυση
- factor analysis => ανάλυση παραγόντων
- factor analytic => ανάλυση παραγόντων
- factor analytical => Αναλυση παραγοντων
- factor analyze => ανάλυση παραγόντων
- factor i => παράγοντας I
- factor ii => παράγοντας II
- factor iii => Παράγοντας III
- factor in => λαμβάνω υπόψη
- factor iv => Παράγοντας IV
Definitions and Meaning of factor in English
factor (n)
anything that contributes causally to a result
an abstract part of something
one of two or more integers that can be exactly divided into another integer
a businessman who buys or sells for another in exchange for a commission
any of the numbers (or symbols) that form a product when multiplied together
an independent variable in statistics
(genetics) a segment of DNA that is involved in producing a polypeptide chain; it can include regions preceding and following the coding DNA as well as introns between the exons; it is considered a unit of heredity
factor (v)
resolve into factors
be a contributing factor
consider as relevant when making a decision
factor (n.)
One who transacts business for another; an agent; a substitute; especially, a mercantile agent who buys and sells goods and transacts business for others in commission; a commission merchant or consignee. He may be a home factor or a foreign factor. He may buy and sell in his own name, and he is intrusted with the possession and control of the goods; and in these respects he differs from a broker.
A steward or bailiff of an estate.
One of the elements or quantities which, when multiplied together, from a product.
One of the elements, circumstances, or influences which contribute to produce a result; a constituent.
factor (v. t.)
To resolve (a quantity) into its factors.
FAQs About the word factor
παράγοντας
anything that contributes causally to a result, an abstract part of something, one of two or more integers that can be exactly divided into another integer, a b
πράκτορας,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,διευθυντής,υπουργός,πληρεξούσιος,αντιπρόσωπος,Πρέσβης,εκδοχέας
σύνθετο,μάζα,άθροισμα,συνολικό,ολόκληρος,σύνολο,συνδυασμός,σύνθετος,σύνολο,μίγμα
factoid => Ψευδογεγονός, facto => στην πραγματικότητα, factive => πραγματικός, factitive => Ποιητικός, factitious => Τεχνητός,