Greek Meaning of attorney
Δικηγόρος
Other Greek words related to Δικηγόρος
- πράκτορας
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- διευθυντής
- υπουργός
- αντιπρόσωπος
- Πρέσβης
- εκδοχέας
- κυλικείο
- διπλωμάτης
- απεσταλμένος
- παράγοντας
- εισαγγελέας
- πληρεξούσιος
- εκπρόσωπος
- εκπρόσωπος τύπου
- εκπρόσωπος τύπου
- παρένθετη μητέρα
- εναλλασσόμενος
- διαιτητής
- Διαιτητής
- αντίγραφο ασφαλείας
- μεσίτης
- μεσολαβητής
- διπλωμάτης
- Διανομέας
- απεσταλμένος
- υπουργός Εξωτερικών
- Πληροφοριοδότης
- μεσάζων
- μεσάζοντας
- Λεγάτος
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- μεσάζοντας
- επιστόμιο
- λειτουργικός
- ειρηνοποιός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- Πρώτος
- Προφήτης
- ανάγλυφο<br>
- αντικατάσταση
- ομιλητής
- κατάσκοπος
- Αντικαταστάτης
- υπότιτλος
- αντικαταστάτης
- αναπληρωματικός
Nearest Words of attorney
- attorney general => Εισαγγελέας
- attorney general of the united states => Γενικός Εισαγγελέας των Ηνωμένων Πολιτειών
- attorney-client privilege => δικηγορικό απόρρητο
- attorney-client relation => Σχέση δικηγόρου-πελάτη
- attorney-general => εισαγγελέας του Αρείου Πάγου
- attorneyism => Νομική επαγγελία
- attorneys => δικηγόροι
- attorneyship => πληρεξούσιο
- attornment => αναγνώριση
- attosecond => attoδευτερόλεπτο
Definitions and Meaning of attorney in English
attorney (n)
a professional person authorized to practice law; conducts lawsuits or gives legal advice
attorney (n.)
A substitute; a proxy; an agent.
One who is legally appointed by another to transact any business for him; an attorney in fact.
A legal agent qualified to act for suitors and defendants in legal proceedings; an attorney at law.
attorney (v. t.)
To perform by proxy; to employ as a proxy.
FAQs About the word attorney
Δικηγόρος
a professional person authorized to practice law; conducts lawsuits or gives legal adviceA substitute; a proxy; an agent., One who is legally appointed by anoth
πράκτορας,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,διευθυντής,υπουργός,αντιπρόσωπος,Πρέσβης,εκδοχέας,κυλικείο,διπλωμάτης
No antonyms found.
attorn => (παραχωρείν), attone => εξιλεωθείτε, attonce => ταυτόχρονα, attollent => αναγόμενος, attlee => Άτλι,