Greek Meaning of procurator
εισαγγελέας
Other Greek words related to εισαγγελέας
- πράκτορας
- Δικηγόρος
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- υπουργός
- αντιπρόσωπος
- Πρέσβης
- εκδοχέας
- κυλικείο
- διπλωμάτης
- απεσταλμένος
- παράγοντας
- Λεγάτος
- διευθυντής
- πληρεξούσιος
- εκπρόσωπος
- εκπρόσωπος τύπου
- εναλλασσόμενος
- διαιτητής
- Διαιτητής
- αντίγραφο ασφαλείας
- μεσίτης
- μεσολαβητής
- διπλωμάτης
- Διανομέας
- απεσταλμένος
- υπουργός Εξωτερικών
- Πληροφοριοδότης
- μεσάζων
- μεσάζοντας
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- μεσάζοντας
- λειτουργικός
- ειρηνοποιός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- Προφήτης
- ανάγλυφο<br>
- αντικατάσταση
- ομιλητής
- εκπρόσωπος τύπου
- κατάσκοπος
- Αντικαταστάτης
- υπότιτλος
- αντικαταστάτης
- παρένθετη μητέρα
Nearest Words of procurator
Definitions and Meaning of procurator in English
procurator (n)
a person authorized to act for another
(ancient Rome) someone employed by the Roman Emperor to manage finance and taxes
FAQs About the word procurator
εισαγγελέας
a person authorized to act for another, (ancient Rome) someone employed by the Roman Emperor to manage finance and taxes
πράκτορας,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,υπουργός,αντιπρόσωπος,Πρέσβης,εκδοχέας,κυλικείο,διπλωμάτης
No antonyms found.
procurance => προμήθεια, procural => προμήθειες, procurable => διαθέσιμος, procumbent => ξαπλωμένος, proctoscopy => Πρωκτοσκόπηση,