Greek Meaning of surrogate
παρένθετη μητέρα
Other Greek words related to παρένθετη μητέρα
- αντίγραφο ασφαλείας
- πληρεξούσιος
- αντικατάσταση
- αντικαταστάτης
- εναλλασσόμενος
- Δικηγόρος
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- Αυτοκράτορας κρούσης
- συμπληρώνω
- Αναπληρωματικός γιατρός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- ανάγλυφο<br>
- αντιπρόσωπος
- εφεδρεία
- Αντικαταστάτης
- εφεδρεία
- υπότιτλος
- πράκτορας
- Πρέσβης
- πρέσβειρα
- συγγνώμη
- εκδοχέας
- βοηθός
- ακόλουθος
- επιτετραμμένος
- κυλικείο
- Πρόξενος
- εξώφυλλο
- διπλωμάτης
- διπλωμάτης
- απεσταλμένος
- απεσταλμένος
- παράγοντας
- υπουργός Εξωτερικών
- Λεγάτος
- προσωρινός
- νόμος
- πληρεξούσιος
- εισαγγελέας
- παυσίπονο
- εκπρόσωπος
- δευτερόλεπτο
- Προσωρινό μέτρο
- διάδοχος
- αναπληρωματικός
Nearest Words of surrogate
Definitions and Meaning of surrogate in English
surrogate (n)
someone who takes the place of another person
a person appointed to represent or act on behalf of others
surrogate (s)
providing or receiving nurture or parental care though not related by blood or legal ties
FAQs About the word surrogate
παρένθετη μητέρα
someone who takes the place of another person, a person appointed to represent or act on behalf of others, providing or receiving nurture or parental care thoug
αντίγραφο ασφαλείας,πληρεξούσιος,αντικατάσταση,αντικαταστάτης,εναλλασσόμενος,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,Αυτοκράτορας κρούσης,συμπληρώνω
No antonyms found.
surrey => Σάρρεϋ, surreptitiously => υποκρυφίως, surreptitious => κρυφός, surrenderer => Αυτός που παραδίδεται, surrender => παράδοση,