Greek Meaning of reliever
παυσίπονο
Other Greek words related to παυσίπονο
- πράκτορας
- εκδοχέας
- βοηθός
- Δικηγόρος
- κυλικείο
- αναπληρωτής
- παράγοντας
- πληρεξούσιος
- δευτερόλεπτο
- παρένθετη μητέρα
- αντιπρόσωπος
- απεσταλμένος
- προσωρινός
- εισαγγελέας
- ανάγλυφο<br>
- εκπρόσωπος
- αντιπρόσωπος
- Προσωρινό μέτρο
- αντικαταστάτης
- διάδοχος
- εναλλασσόμενος
- συγγνώμη
- αντίγραφο ασφαλείας
- Αυτοκράτορας κρούσης
- συμπληρώνω
- Αναπληρωματικός παίκτης
- αντικατάσταση
- εφεδρεία
- Αντικαταστάτης
- υπότιτλος
- αντικαταστάτης
- αναπληρωματικός
Nearest Words of reliever
Definitions and Meaning of reliever in English
reliever (n)
someone who takes the place of another (as when things get dangerous or difficult)
a person who reduces the intensity (e.g., of fears) and calms and pacifies
a pitcher who does not start the game
reliever (n.)
One who, or that which, relieves.
FAQs About the word reliever
παυσίπονο
someone who takes the place of another (as when things get dangerous or difficult), a person who reduces the intensity (e.g., of fears) and calms and pacifies,
πράκτορας,εκδοχέας,βοηθός,Δικηγόρος,κυλικείο,αναπληρωτής,παράγοντας,πληρεξούσιος,δευτερόλεπτο,παρένθετη μητέρα
No antonyms found.
relievement => ανακούφιση, relieved => ανακουφισμένος, relieve oneself => αφοδεύω, relieve => ανακουφίζω, relievable => Ανακούφιση,