Greek Meaning of relieved
ανακουφισμένος
Other Greek words related to ανακουφισμένος
- απόμακρος
- σίγουρος
- βοοειδής
- ανέμελος
- σίγουρος
- αποσπασμένος
- αποστασιοποιημένος
- αναίσθητος
- αδιάφορος
- φλεγματικός
- χαλαρός
- Απαθής
- ηρεμισμένος
- Ανεπηρέαστος
- ηρεμισμένο
- Φιλικός
- κεντρικός
- εύκολος
- ισόρροπος
- ατάραχος
- αδιάφορος
- σίγουρος για τον εαυτό του
- νηφάλιος
- αέρας
- με αυτοπειθαρχία
- ακόμα
- ανέμελος
- χαλαρός
- γλυκός
- αναίσθητος
- αυτόνομο
- σταθερός
- ατάραχος
- ακλόνητος
- Καλά προσαρμοσμένος
- ισορροπημένο
- χαλαρός
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
Nearest Words of relieved
Definitions and Meaning of relieved in English
relieved (s)
(of pain or sorrow) made easier to bear
extending out above or beyond a surface or boundary
relieved (imp. & p. p.)
of Relieve
FAQs About the word relieved
ανακουφισμένος
(of pain or sorrow) made easier to bear, extending out above or beyond a surface or boundaryof Relieve
απόμακρος,σίγουρος,βοοειδής,ανέμελος,σίγουρος,αποσπασμένος,αποστασιοποιημένος,αναίσθητος,αδιάφορος,φλεγματικός
ταραγμένος,ανήσυχος,ενοχλημένο,στεναχωρημένος,διαταραγμένος,αγχωμένος,ταραγμένος,ανήσυχος,αναστατωμένος,ανήσυχος
relieve oneself => αφοδεύω, relieve => ανακουφίζω, relievable => Ανακούφιση, relier => βασίζομαι, reliefless => λεία,