Greek Meaning of jumpy

νευρικός

Other Greek words related to νευρικός

Definitions and Meaning of jumpy in English

Wordnet

jumpy (s)

being in a tense state

Wordnet

jumpy (a)

causing or characterized by jolts and irregular movements

Webster

jumpy (superl.)

Jumping, or inducing to jump; characterized by jumps; hence, extremely nervous.

FAQs About the word jumpy

νευρικός

being in a tense state, causing or characterized by jolts and irregular movementsJumping, or inducing to jump; characterized by jumps; hence, extremely nervous.

διεγέρσιμος,αγχωμένος,ασταθής,ανήσυχος,συναισθηματικός,επιπόλαιος,νευρικός,Υπερκινητικός,υπερκινητικός,έντονο

Ήρεμος,συλλεγέν,κουλ,ατάραχος,αναίσθητος,Γαλήνιος,ήρεμος,αδιέγερτος,ατάραχος,ακλόνητος

jumpweld => Σπαστό συγκόλληση, jumpsuit => Φόρμα, jump-start => εκκίνηση, jumpstart => εκκίνηση, jumping-off point => σημείο εκκίνησης,