Greek Meaning of hypersensitive
υπερευαίσθητος
Other Greek words related to υπερευαίσθητος
- υπερευαίσθητος
- ευαίσθητος
- υπερευαίσθητος
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- θυμωμένος
- ευέξαπτος
- ευερέθιστος
- δύστροπος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- απότομος
- τρυφερό
- ευερέθιστος
- ευέξαπτος
- Λεπτόδερμος
- γαργαλιστικός
- ευαίσθητος
- σφηκοειδής
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- σταυροειδής
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- γκρινιάρης
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- εκνευρισμένος
- διεστραμμένος
- ακανθώδης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- γκρινιάρης
- πνιγηρός
- μουρτζούφλης
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of hypersensitive
- hypersensitised => υπερευαίσθητος
- hypersensibility => υπερευαισθησία
- hypersecretion => Υπερ έκκριση
- hyperpyrexia => Υπερπυρεξία
- hyperpnea => Υπερπνοια
- hyperplastic => Υπερπλαστικός
- hyperplasia => Υπερπλασία
- hyperpituitarism => Υπερπιτουιταρισμός
- hyperpigmentation => Υπερμελάγχρωση
- hyperpiesis => Υπέρταση
- hypersensitivity => Υπερευαισθησία
- hypersensitivity reaction => Αλλεργική αντίδραση
- hypersensitized => υπερευαίσθητος
- hypersomnia => υπερυπνία
- hyperspace => Υπερχώρος
- hypersplenism => υπερσπληνισμός
- hyperstat => Υπερστατιστική
- hypersthene => Υπερσθένης
- hypersthenic => υπερσθενικός
- hypertensin => υπέρταση
Definitions and Meaning of hypersensitive in English
hypersensitive (s)
having an allergy or peculiar or excessive susceptibility (especially to a specific factor)
FAQs About the word hypersensitive
υπερευαίσθητος
having an allergy or peculiar or excessive susceptibility (especially to a specific factor)
υπερευαίσθητος,ευαίσθητος,υπερευαίσθητος,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,θυμωμένος,ευέξαπτος,ευερέθιστος,δύστροπος,γκρινιάρης
ευχάριστος,φιλικός,ανέμελος,καλόκαρδος,Παχυδερμικός,εύκολος,ανεκτικός,Καλοσυνάτος,μακρόθυμος,χαλαρός
hypersensitised => υπερευαίσθητος, hypersensibility => υπερευαισθησία, hypersecretion => Υπερ έκκριση, hyperpyrexia => Υπερπυρεξία, hyperpnea => Υπερπνοια,