Greek Meaning of cross-grained
σταυροειδής
Other Greek words related to σταυροειδής
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- ευέξαπτος
- ευερέθιστος
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- μαχητικός
- γκρινιάρης
- απότομος
- Σναρλ
- μουρτζούφλης
- σφηκοειδής
- άσεμνος
- επιχειρηματικός
- πτωτικός
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- μαχητικός
- Αμφιλεγόμενος
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- φιλονικητής
- φλογερός
- ευέξαπτος
- ανήσυχος
- Απρεπής
- διεστραμμένος
- ακανθώδης
- φιλονικός
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- φτωχό
- ευέξαπτος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- πνιγηρός
- σουμπρός
- κατσούφης
- ευερέθιστος
- ευέξαπτος
- άγριος
- μουτρωμένος
- σύντομος
- σαρκαστικός
- οξύθυμος
- θυμωμένος
- παθιασμένος
- ευαίσθητος
- κοντός
- Λεπτόδερμος
- ευαίσθητος
Nearest Words of cross-grained
- cross-florida waterway => Το κανάλι της Φλόριντα
- crossfire => παράπλευρες απώλειες
- cross-file => διααρχειακό
- cross-fertilizing => Ετερογονία
- cross-fertilized => Γονιμοποιημένος σταυρωτά
- cross-fertilize => διασταύρωση
- cross-fertilization => διασταυρούμενη γονιμοποίηση
- cross-fertilise => σταυρογονιμοποίηση
- cross-fertilisation => Αμφοτερογονία
- cross-eyed => Στραβοί
Definitions and Meaning of cross-grained in English
cross-grained (s)
difficult to deal with
of timber; having fibers running irregularly rather than in parallel
FAQs About the word cross-grained
σταυροειδής
difficult to deal with, of timber; having fibers running irregularly rather than in parallel
χολερικός,γκρινιάρης,χολερικός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,δυσάρεστος,δυσπεπτικός,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,Κακόκεφος
Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος
cross-florida waterway => Το κανάλι της Φλόριντα, crossfire => παράπλευρες απώλειες, cross-file => διααρχειακό, cross-fertilizing => Ετερογονία, cross-fertilized => Γονιμοποιημένος σταυρωτά,