Greek Meaning of cross-grained

σταυροειδής

Other Greek words related to σταυροειδής

Definitions and Meaning of cross-grained in English

Wordnet

cross-grained (s)

difficult to deal with

of timber; having fibers running irregularly rather than in parallel

FAQs About the word cross-grained

σταυροειδής

difficult to deal with, of timber; having fibers running irregularly rather than in parallel

χολερικός,γκρινιάρης,χολερικός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,δυσάρεστος,δυσπεπτικός,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,Κακόκεφος

Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος

cross-florida waterway => Το κανάλι της Φλόριντα, crossfire => παράπλευρες απώλειες, cross-file => διααρχειακό, cross-fertilizing => Ετερογονία, cross-fertilized => Γονιμοποιημένος σταυρωτά,