Greek Meaning of tetchy
ευέξαπτος
Other Greek words related to ευέξαπτος
- θυμωμένος
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- γαργαλιστικός
- ευαίσθητος
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- υπερευαίσθητος
- ευέξαπτος
- υπερευαίσθητος
- δύστροπος
- πείσμων
- απότομος
- υπερευαίσθητος
- ευερέθιστος
- Λεπτόδερμος
- σφηκοειδής
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- σταυροειδής
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- εκνευρισμένος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- ακανθώδης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- γκρινιάρης
- πνιγηρός
- μουρτζούφλης
- τρυφερό
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of tetchy
- tetchiness => ευερεθιστότητα
- tetchily => ευέξαπτα
- tetaug => τεταύγκ
- tetartohedrism => τεταρτοεδρισμός
- tetartohedral => τεταρτοεδρικός
- tetartanopia => Τεταρτανωπία
- tetard => γυρίνος
- tetany => Τέτανος
- tetanus immunoglobulin => Ανοσοσφαιρίνη τετάνου
- tetanus immune globulin => Αντιτετανική ανοσοσφαιρίνη
Definitions and Meaning of tetchy in English
tetchy (s)
easily irritated or annoyed
tetchy (a.)
See Techy.
FAQs About the word tetchy
ευέξαπτος
easily irritated or annoyedSee Techy.
θυμωμένος,ευερέθιστος,ευαίσθητος,γαργαλιστικός,ευαίσθητος,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,υπερευαίσθητος,ευέξαπτος
ευχάριστος,φιλικός,καλόκαρδος,ανέμελος,εύκολος,Καλοσυνάτος,μακρόθυμος,χαλαρός,Παχυδερμικός,Ανεπηρέαστος
tetchiness => ευερεθιστότητα, tetchily => ευέξαπτα, tetaug => τεταύγκ, tetartohedrism => τεταρτοεδρισμός, tetartohedral => τεταρτοεδρικός,