Greek Meaning of testy

ευερέθιστος

Other Greek words related to ευερέθιστος

Definitions and Meaning of testy in English

Wordnet

testy (s)

easily irritated or annoyed

Webster

testy (superl.)

Fretful; peevish; petulant; easily irritated.

FAQs About the word testy

ευερέθιστος

easily irritated or annoyedFretful; peevish; petulant; easily irritated.

φλογερός,ευερέθιστος,χολερικός,Αμφιλεγόμενος,γκρινιάρης,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης

Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος

testudo graeca => Μεσογειακή χελώνα, testudo => Τεστουδο, testudinidae => Τεστουντίνη, testudines => Χελώνια, testudineous => χελωνόμορφος,