Greek Meaning of uncomplaining

γκρινιάρης

Other Greek words related to γκρινιάρης

Definitions and Meaning of uncomplaining in English

Wordnet

uncomplaining (a)

not complaining

FAQs About the word uncomplaining

γκρινιάρης

not complaining

υπάκουος,παθητικός,ασθενής,στωικός,στωικός,συλλεγέν,ανεκτικός,μακρόθυμος,προθυμος,υφιστάμενος

παραπονούμενος,απογοητευμένος,Ανυπόμονος,κουρασμένος,κουρασμένος,διαμαρτυρόμενος,βαρετό,αντίθετος,προκλητικός,αδάμαστος

uncompetitive => μη ανταγωνιστικός, uncompensated => μη αποζημιούμενος, uncompassionate => αδυσώπητος, uncompartmented => ασυγκρίτως, uncomparably => ασύγκριτα,