Greek Meaning of stoical
στωικός
Other Greek words related to στωικός
- μακρόθυμος
- ασθενής
- παραιτημένος
- γκρινιάρης
- συγκαταβατικός
- φιλικός
- συντεθειμένος
- περιορισμένος
- υπάκουος
- ανεκτικός
- υπάκουος
- προθυμος
- παθητικός
- συγκρατημένος
- υποτακτικός
- ανεκτικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- αδιάφορος
- συλλεγέν
- συμβατός
- συμμορφωμένος
- περιεχομενη
- με αυτοπειθαρχία
- ανασταλμένος
- νομοταγής
- επιεικής
- ειρηνικός
- καταπιεσμένος
- δουλοπρεπής
- υφιστάμενος
- υποταγμένος
- χειραγωγίσιμος
- αδιάφορος
- δίχως αντίσταση
- αναίσθητος
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- συμμορφούμενος
- συγκρατημένος
- αυτοελεγχόμενος, εγκρατής
Nearest Words of stoical
Definitions and Meaning of stoical in English
stoical (s)
seeming unaffected by pleasure or pain; impassive
FAQs About the word stoical
στωικός
seeming unaffected by pleasure or pain; impassive
μακρόθυμος,ασθενής,παραιτημένος,γκρινιάρης,συγκαταβατικός,φιλικός,συντεθειμένος,περιορισμένος,υπάκουος,ανεκτικός
βαρετό,παραπονούμενος,προκλητικός,απογοητευμένος,Ανυπόμονος,ανθεκτικό,κουρασμένος,κουρασμένος,διαμαρτυρόμενος,αντίθετος
stoic => στωικός, stogy => Στόγκι, stogies => πούρα, stogie => Πούρο, stoep => στοά,